- διώδυνος
- διώδῠνος, ον, ([etym.] ὀδύνη)A with thrilling anguish,
σπαραγμός S.Tr. 777
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπαραγμός S.Tr. 777
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διώδυνος — διώδυνος, ον (Α) ο υπερβολικά οδυνηρός … Dictionary of Greek
διώδυνος — with thrilling anguish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek